Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to step in
01
παρεμβαίνω, περιφέρομαι
get involved, so as to alter or hinder an action, or through force or threat of force
02
αντικαθιστώ, υποκαθιστώ
act as a substitute
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παρεμβαίνω, περιφέρομαι
αντικαθιστώ, υποκαθιστώ