LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stearic acid
/stˈeəɹɪk ˈasɪd/
/stˈɛɹɪk ˈæsɪd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "stearic acid"
Stearic acid
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a waxy saturated fatty acid; occurs widely as a glyceride in animal and vegetable fats
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
stearic
steamy
steamship line
steamship company
steamship
stearin
steatite
steatocystoma
steatopygia
steatornis
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App