LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Steamship
/stˈiːmʃɪp/
/ˈstimˌʃɪp/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "steamship"
Steamship
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a ship powered by one or more steam engines
word family
steam
steam
Noun
steamship
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
steamroller
steamroll
steampunk film
steampunk
steaming
steamship company
steamship line
steamy
stearic
stearic acid
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App