LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Steadfastness
/stˈɛdfɑːstnəs/
/ˈstɛdˌfæstnəs/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "steadfastness"
Steadfastness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
loyalty in the face of trouble and difficulty
02
steadfast resolution
Παράδειγμα
The
principles
of
integrity
and
honesty
served
as
moral
ballast
,
guiding
his
decisions
and
actions
with
steadfastness
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App