Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to stand firm
01
παραμένω σταθερός, δεν υποχωρώ
to stick to one's opinions; to not move back
02
παραμένω ανένδοτος, αντιστέκομαι
stand up or offer resistance to somebody or something
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παραμένω σταθερός, δεν υποχωρώ
παραμένω ανένδοτος, αντιστέκομαι