Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stairwell
01
κλιμακοστάσιο, χώρος σκαλιών
the area of a property where the stairs are located
Λεξικό Δέντρο
stairwell
stair
well
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κλιμακοστάσιο, χώρος σκαλιών
Λεξικό Δέντρο
stair
well