LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Benedick
/bˈɛnɪdˌɪk/
/ˈbɛnədɪk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "benedick"
Benedick
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a newly married man (especially one who has long been a bachelor)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
benedetto odescalchi
beneath
bendy tree
bends
bendopa
benedict arnold
benedict de spinoza
benedict xiv
benedict xv
benediction
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App