Sprouted
volume
British pronunciation/spɹˈa‍ʊtɪd/
American pronunciation/ˈspɹaʊtɪd/

Ορισμός και Σημασία του "sprouted"

01

(of growing vegetation) having just emerged from the ground

word family

sprout

sprout

Verb

sprouted

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store