Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sportsman
01
αθλητής, άνδρας του αθλητισμού
a man who participates in a sport professionally
Παραδείγματα
He 's a dedicated sportsman who excels in both soccer and basketball.
Είναι ένας αφοσιωμένος αθλητής που διακρίνεται τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στο μπάσκετ.
The sportsman trained rigorously for the marathon, aiming for a personal best.
Ο αθλητής προπονήθηκε αυστηρά για το μαραθώνιο, με στόχο ένα προσωπικό ρεκόρ.
Λεξικό Δέντρο
sportsmanlike
sportsmanship
sportsman



























