LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Spillover
/spˈɪləʊvɐ/
/ˈspɪˌɫoʊvɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "spillover"
Spillover
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(economics) any indirect effect of public expenditure
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spillikins
spillikin
spiller
spillane
spillage
spillway
spilogale
spilogale putorius
spin
spin a tale
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App