Spendable
volume
British pronunciation/spˈɛndəbə‍l/
American pronunciation/ˈspɛndəbəɫ/

Ορισμός και Σημασία του "spendable"

01

(used of funds) remaining after taxes

word family

spend

spend

Verb

spendable

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store