Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Special education
01
ειδική εκπαίδευση, ειδική διδασκαλία
the education of children with special needs, especially those who have physical or learning problems
Παραδείγματα
The school offers special education programs for children who need extra help with learning.
Το σχολείο προσφέρει προγράμματα ειδικής εκπαίδευσης για παιδιά που χρειάζονται επιπλέον βοήθεια στην μάθηση.
The district hired more staff to improve the quality of special education services.
Η περιοχή προσέλαβε περισσότερο προσωπικό για να βελτιώσει την ποιότητα των υπηρεσιών ειδικής εκπαίδευσης.



























