Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to speak out
[phrase form: speak]
01
εκφράζομαι, μιλάω ανοιχτά
to confidently share one's thoughts or feelings without any hesitation
Intransitive
Παραδείγματα
Employees should feel empowered to speak out about workplace concerns.
Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αισθάνονται ενδυναμωμένοι να εκφραστούν για ανησυχίες στον χώρο εργασίας.
The activist spoke out passionately about environmental issues.
Ο ακτιβιστής μίλησε με πάθος για τα περιβαλλοντικά θέματα.



























