Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Space station
01
διαστημικός σταθμός, διαστημική βάση
a large structure used as a long-term base for people to stay in space and conduct research
Παραδείγματα
The space station serves as a platform for testing technologies needed for future deep-space exploration.
Ο διαστημικός σταθμός χρησιμεύει ως πλατφόρμα για τη δοκιμή τεχνολογιών που απαιτούνται για τη μελλοντική εξερεύνηση του βαθέος διαστήματος.
The space station ’s solar panels provide power for its systems and experiments.
Τα ηλιακά πάνελ του διαστημικού σταθμού παρέχουν ενέργεια για τα συστήματα και τα πειράματά του.



























