Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
southwesterly
01
νοτιοδυτικός, προς τη νοτιοδυτική κατεύθυνση
oriented or positioned toward the southwest
Παραδείγματα
The ship sailed in a southwesterly direction, charting new waters.
Το πλοίο πλεύσε προς νοτιοδυτική κατεύθυνση, χαρτογραφώντας νέα νερά.
The village lies in the southwesterly part of the valley, surrounded by hills.
Το χωριό βρίσκεται στο νοτιοδυτικό μέρος της κοιλάδας, περιτριγυρισμένο από λόφους.
Παραδείγματα
The southwesterly winds carried the scent of the ocean across the field.
Οι νοτιοδυτικοί άνεμοι κουβάλησαν τη μυρωδιά του ωκεανού σε όλο το χωράφι.
A southwesterly breeze cooled the warm summer evening.
Ένας νοτιοδυτικός αέρας δροσίσε το ζεστό καλοκαιρινό βράδυ.



























