LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sousing
/sˈaʊsɪŋ/
/sˈaʊsɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sousing"
Sousing
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of making something completely wet
word family
souse
souse
Verb
sousing
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
soused
souse
sousaphone
sous-chef
soursop tree
souslik
sousse
soutache
soutane
south
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App