LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Soughingly
/sˈəʊɪŋlɪ/
/sˈoʊɪŋli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "soughingly"
soughingly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
with a soft sound
word family
sough
sough
Verb
soughing
Adjective
soughingly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
soughing
sough
soufflot
souffle-like
souffle
sought
sought after
sought-after
souk
soul
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App