Sorbent
volume
British pronunciation/sˈɔːbənt/
American pronunciation/sˈoːɹbənt/

Ορισμός και Σημασία του "sorbent"

01

a material that sorbs another substance; i.e. that has the capacity or tendency to take it up by either absorption or adsorption

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store