LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Solomon
/sˈɒlɒmən/
/ˈsɑɫəmən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "solomon"
Solomon
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(Old Testament) son of David and king of Israel noted for his wisdom (10th century BC)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
soloist
solo man
solo homer
solo dance
solo blast
solomon guggenheim
solomon hurok
solomon islands
solomon's seal
solomon's-seal
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App