LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Solarisation
/sˌəʊləɹaɪzˈeɪʃən/
/sˌoʊlɚɹəzˈeɪʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "solarisation"
Solarisation
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
exposure to the rays of the sun
word family
solarisation
solarisation
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
solar-heated
solar year
solar wind
solar trap
solar thermal system
solarium
solarization
solarize
sold
sold-out
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App