Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Social dancer
01
κοινωνικός χορευτής, συμμετέχων σε χοροεσπερίδα
a person who participates in a social gathering arranged for dancing (as a ball)
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κοινωνικός χορευτής, συμμετέχων σε χοροεσπερίδα