Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Soccer player
01
ποδοσφαιριστής, παίκτης ποδοσφαίρου
someone who plays soccer, especially as a job
Dialect
American
Παραδείγματα
The soccer player scored three goals in the match.
Ο ποδοσφαιριστής σκόραρε τρία γκολ στον αγώνα.
Soccer players train hard to improve their skills.
Οι ποδοσφαιριστές προπονούνται σκληρά για να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους.



























