Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
snowbound
01
παγιδευμένος από το χιόνι, περιορισμένος από βαρύ χιόνι
confined or shut in by heavy snow
Λεξικό Δέντρο
snowbound
snow
bound
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παγιδευμένος από το χιόνι, περιορισμένος από βαρύ χιόνι
Λεξικό Δέντρο
snow
bound