Snipping
volume
British pronunciation/snˈɪpɪŋ/
American pronunciation/snˈɪpɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "snipping"

01

a small piece of anything (especially a piece that has been snipped off)

word family

snip

snip

Verb

snipping

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store