LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Smooth-haired
/smˈuːðhˈeəd/
/smˈuːðhˈɛɹd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "smooth-haired"
smooth-haired
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having hair that feels smooth
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
smooth-faced
smooth-bodied
smooth woodsia
smooth sumac
smooth soul
smooth-haired fox terrier
smooth-leaved elm
smooth-shaven
smooth-shelled
smooth-skinned
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App