LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Smoke-dried
/smˈəʊkdɹˈaɪd/
/smˈoʊkdɹˈaɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "smoke-dried"
smoke-dried
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(used especially of meats and fish) dried and cured by hanging in wood smoke
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
smoke-cured
smoke tree
smoke signal
smoke screen
smoke out
smoke-filled
smoke-free
smokebox
smoked
smoked eel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App