LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Smarting
/smˈɑːtɪŋ/
/ˈsmɑɹtɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "smarting"
Smarting
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a kind of pain such as that caused by a wound or a burn or a sore
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
smarten up
smarta
smart-ass
smart-arse
smart tv
smartly
smartness
smartphone
smash
smash cut
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App