Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sluggard
01
τεμπέλης, οκνός
someone who is consistently lazy, showing a lack of motivation or energy to engage in productive activities
Παραδείγματα
Despite numerous reminders, the sluggard refused to get out of bed before noon.
Παρά τις πολλές υπενθυμίσεις, ο τεμπέλης αρνήθηκε να σηκωθεί από το κρεβάτι πριν το μεσημέρι.
The garden was overrun with weeds because of the sluggard's neglect.
Ο κήπος ήταν γεμάτος από ζιζάνια λόγω της αμέλειας του τεμπέλη.



























