Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
slovenly
01
ακατάστατος, ατημέλητος
lacking of cleanliness and neatness, often implying a disregard for personal hygiene or grooming
Παραδείγματα
His slovenly clothes were stained and wrinkled.
Τα ατημέλητα ρούχα του ήταν λεκιασμένα και τσαλακωμένα.
She developed slovenly habits after months of isolation.
Ανέπτυξε ατημέλητες συνήθειες μετά από μήνες απομόνωσης.
Λεξικό Δέντρο
slovenliness
slovenly
sloven



























