LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Slithering
/slˈɪðəɹɪŋ/
/ˈsɫɪðɝɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "slithering"
slithering
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
moving as on a slippery surface
word family
slither
slither
Verb
slithering
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
slither
slit-scan photography
slit trench
slit lamp
slit
slithery
sliver
slivery
slivovitz
slo-bid
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App