Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sleeping draught
/slˈiːpɪŋ dɹˈæft/
/slˈiːpɪŋ dɹˈaft/
Sleeping draught
01
υπνωτικό, υπνωτικό φάρμακο
a soporific drug in the form of a pill (or tablet or capsule)
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
υπνωτικό, υπνωτικό φάρμακο