Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sleeping bag
01
ύπνος σάκος, σακί ύπνου
a portable, padded, and zippered bag used for sleeping, typically outdoors or while camping
Παραδείγματα
She rolled up her sleeping bag after spending the night under the stars.
Τύλιξε την σακούλα ύπνου της αφού πέρασε τη νύχτα κάτω από τα αστέρια.
A warm sleeping bag is essential for cold-weather camping.
Ένα ζεστό υπνόσακος είναι απαραίτητο για κατασκήνωση σε κρύο καιρό.



























