Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Skipper
01
σκιππερίς, μικρή
a small, fast-flying butterfly
02
πλοίαρχος, διοικητής
the naval officer in command of a military ship
03
πλοίαρχος, καπετάνιος
an officer who is licensed to command a merchant ship
04
φοιτητής που παραλείπει τα μαθήματα, τεμπέλης
a student who fails to attend classes
to skipper
01
εργάζομαι ως πλοηγός σε ένα πλοίο, ασκώ τα καθήκοντα του πλοηγού σε ένα σκάφος
work as the skipper on a vessel
Λεξικό Δέντρο
skipper
skip



























