LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Skeg
/skˈɛɡ/
/skˈɛɡ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "skeg"
Skeg
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a brace that extends from the rear of the keel to support the rudderpost
word family
skeg
skeg
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
skeeter hawk
skeet shooting
skeet
skeen arch
skee-ball
skein
skeletal
skeletal frame
skeletal muscle
skeletal structure
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App