Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Skateboarder
01
σκέιτμπορντερ, σκέιτερ
someone who skates on a skateboard
Λεξικό Δέντρο
skateboarder
skateboard
skate
board
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σκέιτμπορντερ, σκέιτερ
Λεξικό Δέντρο
skate
board