LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Single-seeded
/sˈɪŋɡəlsˈiːdɪd/
/sˈɪŋɡəlsˈiːdᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "single-seeded"
single-seeded
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a single seed
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
single-rotor helicopter
single-reed woodwind
single-reed instrument
single-propeller plane
single-point urban interchange
single-sex
single-shelled
single-spaced
single-spacing
single-stranded
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App