Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
single-breasted
/sˈɪŋɡəlbɹˈɛstᵻd/
/sˈɪŋɡəlbɹˈɛstɪd/
single-breasted
01
μονόστηθος, με μία σειρά κουμπιών
(of clothing) closing with a narrow overlap and fastened with a single row of buttons
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μονόστηθος, με μία σειρά κουμπιών