Simultaneity
volume
British pronunciation/sˌɪməltˈe‍ɪnɪti/
American pronunciation/sˌaɪməltˈeɪnɪɾi/

Ορισμός και Σημασία του "simultaneity"

01

happening or existing or done at the same time

word family

simultane

simultane

Noun

simultaneity

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store