LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sigmoidal
/sˈɪɡmɔɪdəl/
/ˌsɪɡˈmɔɪdəɫ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "sigmoidal"
sigmoidal
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to the sigmoid flexure in the large intestine
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sigmoid vein
sigmoid sinus
sigmoid flexure
sigmoid colon
sigmoid
sigmoidectomy
sigmoidoscope
sigmoidoscopy
sigmund freud
sigmund romberg
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App