Beefed-up
volume
British pronunciation/bˈiːftˈʌp/
American pronunciation/bˈiːftˈʌp/

Ορισμός και Σημασία του "beefed-up"

01

made greater or stronger

02

bestow a quality on

word family

beefed-up

beefed-up

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store