Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sickness
01
ασθένεια, δυσφορία
the state of being unwell
Παραδείγματα
He 's been in bed for days with a bad sickness.
Έχει μείνει στο κρεβάτι για μέρες με μια σοβαρή ασθένεια.
Many employees took a day off due to sickness.
Πολλοί εργαζόμενοι πήραν μια μέρα άδεια λόγω ασθένειας.
02
ναυτία, αίσθημα εμετού
the state that precedes vomiting
03
ελαττωματικότητα, ελάττωμα
defectiveness or unsoundness
Λεξικό Δέντρο
sickness
sick



























