Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to shout down
[phrase form: shout]
01
κάνω κάποιον να σωπάσει με φωνές, αποσιωπώ με κραυγές
to silence someone or not allow their speech or opinion to be heard by making loud noises or shouting
Παραδείγματα
The protesters tried to shout the speaker down during the controversial speech.
Οι διαδηλωτές προσπάθησαν να καταπνίξουν τον ομιλητή κατά τη διάρκεια της αμφιλεγόμενης ομιλίας.
The audience attempted to shout down the opposing viewpoint during the debate
Το κοινό προσπάθησε να καταπνίξει με κραυγές την αντίθετη άποψη κατά τη διάρκεια της συζήτησης.



























