LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shouldered
/ʃˈəʊldəd/
/ˈʃoʊɫdɝd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "shouldered"
shouldered
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having shoulders or shoulders as specified; usually used as a combining form
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shoulder-to-shoulder
shoulder-length
shoulder vise
shoulder to shoulder
shoulder to cry on
shouldered arch
shout
shout down
shout out
shouted
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App