LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shot hole
/ʃˈɒt hˈəʊl/
/ʃˈɑːt hˈoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "shot hole"
Shot hole
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
drill hole for a charge of an explosive
word family
shot hole
shot hole
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shot glass
shot clock
shot
shostakovich
shoshonian language
shot in the arm
shot in the dark
shot metal
shot put
shot putter
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App