LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Short-winded
/ʃˈɔːtwˈɪndɪd/
/ˈʃɔɹtˈwɪndɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "short-winded"
short-winded
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
breathing rapidly; gasping for air, particularly after a vigorous physical effort
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
short-toed eagle
short-term memory
short-term
short-tempered
short-tailed shrew
short-winged
shortage
shortbread
shortbread cookie
shortcake
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App