LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shorn
/ʃˈɔːn/
/ˈʃɔɹn/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "shorn"
shorn
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having the hair or wool cut or clipped off as if with shears or clippers
unsheared
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shoring up
shoring
shoreward
shoreline
shorebird
short
short account
short and sweet
short aria
short bone
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App