Shingler
volume
British pronunciation/ʃˈɪŋɡlɐ/
American pronunciation/ˈʃɪŋɫɝ/

Ορισμός και Σημασία του "shingler"

01

a worker who shingles roofs

word family

shingle

shingle

Verb

shingler

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store