LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shingler
/ʃˈɪŋɡlɐ/
/ˈʃɪŋɫɝ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "shingler"
Shingler
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a worker who shingles roofs
word family
shingle
shingle
Verb
shingler
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shingle tree
shingle
shiner
shine up to
shine through
shingles
shingly
shingon
shininess
shining
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App