LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Becomingly
/bɪkˈʌmɪŋli/
/bɪkˈʌmɪŋli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "becomingly"
becomingly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a becoming manner
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
becoming
become of
become friends with
become flat
become
becomingness
becquerel
bed
bed and breakfast
bed bug
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App