LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Shikse
/ʃˈɪks/
/ʃˈɪks/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "shikse"
Shikse
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a derogatory term used by Jews to refer to non-Jewish women
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
shiksa
shikoku
shiite muslim
shiite
shiitake mushroom
shill
shillelagh
shilling
shilly-shally
shim
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App