Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shawm
01
σαλμόρι, ιστορικό πνευστό όργανο που μοιάζει με όμποε
a historical wind instrument resembling an oboe, known for its loud and piercing sound
Παραδείγματα
The troubadours entertained the villagers with their lively tunes on the shawm.
Οι τροβαδούροι ψυχαγωγούσαν τους χωρικούς με τις ζωηρές μελωδίες τους στο σαλμό.
The sound of the shawm echoed through the castle courtyard during the medieval banquet.
Ο ήχος του σαλπιγγιού αντηχούσε στην αυλή του κάστρου κατά τη μεσαιωνική γιορτή.



























